Αν κάνουμε μια ιστορική αναφορά του τι υπήρχε την εποχή των υπολογιστών για οικιακή χρήση (Home Computing) των δεκαετιών 80s & 90s, θα διαπιστώσουμε ότι όλοι οι τότε υπολογιστές, πέραν του firmware (BIOS & ROM), είχαν τεράστιες διαφορές μεταξύ τους.
Για παράδειγμα ένας υπολογιστής Commodore Amiga, δεν μπορούσε να εκτελέσει ένα πρόγραμμα (εφαρμογή) ενός Atari ST ή ενός Sinclair QL ή ενός Apple Macintosh, παρόλο που η βάση της πλατφόρμας δηλαδή ο τύπος επεξεργαστή & το μέγεθος της μνήμης ήταν κοινά (Motorola 68000).
Το ίδιο θέμα υπήρξε και μεταγενέστερα με τους πρώτους προσωπικούς υπολογιστές (Personal Computers) την εποχή που η IBM έκανε την παραγωγή του πλέον γνωστού IBM PC, το οποίο το 1982 είχε μάλιστα και αστρονομικό κόστος, με τα αδελφάκια του π.χ. το Apricot PC, και εκεί ακριβώς ήταν το ξεκίνημα της Microsoft (PC-DOS) μόνο για το IBM PC/XT/AT.
Οι ασυμβατότητες αυτές, ήταν στην ουσία η όλη ιδεολογία του κλειστού κώδικα (proprietary), διότι ο κάθε κατασκευαστής ήθελε ολόκληρη την πίτα δική του, και ίσως για τον εαυτό του καλά έκανε, αλλά από την άλλη πλευρά, η κατάσταση αυτή οδηγούσε σε μεγάλη σύγχυση τον τελικό καταναλωτή, σύγχυση που ίσως μοιάζει με την σημερινή σε ότι αφορά τα λειτουργικά συστήματα.
Μετά από κάποια χρόνια, επειδή το IBM PC είχε αστρονομικό κόστος, όπως προανέφερα, σαν απάντηση στην τότε επιτυχημένη πορεία του Apple Macintosh, η IBM συμφωνεί με την Microsoft, η τελευταία να διαθέσει το MS-DOS εκτός της IBM.
Αυτό το γεγονός της αποδέσμευσης της Microsoft από την IBM, οδήγησε στην εξάπλωση της τεχνολογίας (τα καλά της απελευθέρωσης), και έτσι δημιουργήθηκε (δεν θα μπω σε λεπτομέρειες) η παραγωγή του «συμβατού PC»….. η εποχή του «πάρε κόσμε».
Μάλιστα είχαν υπολογίσει και ποσοστά συμβατότητας μεταξύ του συμβατού και του IBM, όπως και κάποιοι άλλοι κατασκευαστές αναγκάστηκαν να παράγουν πρόσθετες μονάδες (interfaces) για συμβατότητα, όπως το sidecar του Commodore Amiga 1000.
Κάπως έτσι λοιπόν, ακόμη και σήμερα, υπάρχει η ανησυχία ότι κάτι δεν θα λειτουργεί σωστά, κάπου θα υστερεί δηλαδή κάποιο σύστημα.
Φυσικά και δεν είναι όλες οι εφαρμογές κοινές ανάμεσα σε ένα MacOS με ένα Windows ή με ένα Linux ή ένα BSD λειτουργικό σύστημα, αλλά όσο πάει πληθαίνει η κοινή διάθεση τους με τις νέες γλώσσες προγραμματισμού, όπως π.χ. η Java.
Αυτό όμως δεν συνεπάγεται το ότι αν μία εφαρμογή δεν υπάρχει, τότε δεν μπορούμε να εργαστούμε ή ότι υστερούμε, διότι πολύ απλά υπάρχει το εναλλακτικό λογισμικό εφαρμογών (software), π.χ. VLC Media Player αντί Windows Media Player κλπ.
Μοναδικές εξαιρέσεις σε αυτόν ίσως τον κανόνα, είναι τα πολύ ακριβά και εξειδικευμένα προγράμματα, τα οποία όμως μπορούν να λειτουργήσουν σαν Virtual Machines με το VMWare Workstation (proprietary) και το VirtualBox της Oracle.
Το μόνο το οποίο πραγματικά χρειάζεται ο χρήστης τέτοιων λειτουργικών συστημάτων είναι:
- Να συνηθίσει το νέο του παραθυρικό περιβάλλον, και ίσως μερικά από τα εργαλεία τα οποία επιτρέπουν την εγκατάσταση και εκτέλεση ενός σημαντικού αριθμού εφαρμογών, μέσα στο Linux.
- Να συνηθίσει κάποιες μικροαλλαγές σε μενού και διαλόγους.
Το πλέον απλό layer του «Wine Is Not an Emulator» μας επιτρέπει να έχουμε Windows εφαρμογές σε συστήματα Linux & BSD. https://www.winehq.org/
Κλείνοντας το άρθρο αυτό, το οποίο είναι η συνέχεια του Μύθοι και Πραγματικότητες για το Linux, θα έλεγα ότι είναι πιο συνετό να μην ακούτε hoaxes όπως φαίνεται και στο παραπάνω λεξικό….